κασιδιάρης

κασιδιάρης
I
Ονομασία δύο βουνών.
1. Βουνό (υψόμ. 1.011 μ.) της Θεσσαλίας. Βρίσκεται στα όρια των νομών Λαρίσης και Φθιώτιδος. Ονομάζεται και Ναρθάκι.
2. Βουνό (υψόμ. 1.329 μ.) του νομού Ιωαννίνων. Ονομάζεται και Σούτιστα.
II
Οικισμός (41 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαλιάδας.
* * *
και κασσιδιάρης και κατσιδιάρης, -α, -ικο (Μ κασ(σ)ιδιάρης, -α, -ικο). αυτός που πάσχει από κασίδα
νεοελλ.
1. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεκτος
2. το αρσ. ως ουσ. ο κασιδιάρης
κν. ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κα(σ)σίδα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. χτικ-ιάρης, ψωρ-ιάρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κασιδιάρης, -α — και ισσα, ικο αυτός που πάσχει από κασίδα: Να μην κάνετε παρέα μ αυτόν τον κασιδιάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Amaliada — Gemeinde Amaliada (1924–2010) Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) …   Deutsch Wikipedia

  • Kendro — Gemeinde Amaliada Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Berge in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv ehem. Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2917 Olymp (Olymbos)[1] …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Berge oder Erhebungen in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2.917 Olymp (Olymbos)[1] Pieria …   Deutsch Wikipedia

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • κασίδης — και κασσσίδης και κατσίδης, ο θηλ. κασ(σ)ίδισσα και κασ(σ)ιδού 1. αυτός που πάσχει από κασίδα, κασιδιάρης 2. συνεκδ. φαλακρός 3. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασίδα + κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • κασιδιάρικος — και κασσιδιάρικος, η, ο [κασιδιάρης] 1. αυτός που ταιριάζει στον κασ(σ)ιδιάρη 2. ο κασ(σ)ίδης …   Dictionary of Greek

  • κατσιδιάρης — α, ικο βλ. κασιδιάρης …   Dictionary of Greek

  • Βρίστοβο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις βορειοδυτικές απολήξεις του όρους Κασιδιάρης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λάβδανης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”